- Καβειρίδες
- Καβειρίδες, αἱ (Α) [Κάβειροι]φρ. «Καβειρίδες Νύμφαι» — οι αδελφές τών Καβείρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… … Dictionary of Greek
Καδμίλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους Καβείρους. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, ήταν γιος της Καβειρούς και του Ήφαιστου και πατέρας των τριών Καβείρων, που απέκτησαν τρεις κόρες, τις Καβειρίδες. Σύμφωνα όμως με τον Διονυσόδωρο, ο Κ. ήταν το… … Dictionary of Greek